Οι κυβερνήσεις είναι συνήθως αυτές που εγγυώνται τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και την ασφάλεια των πολιτών τους. Όταν όμως οι άνθρωποι γίνονται πρόσφυγες, αυτό το δίχτυ ασφαλείας εξαφανίζεται. Οι πρόσφυγες που ξεριζώνονται λόγω πολέμου ή διώξεων βρίσκονται συχνά σε πολύ ευάλωτη θέση. Δεν μπορούν να βασίζονται στην προστασία της χώρας τους ενώ, πολύ συχνά, η ίδια τους η κυβέρνηση είναι αυτή που τους απειλεί με διώξεις. Εάν οι άλλες χώρες δεν τους επιτρέπουν την πρόσβαση στο έδαφός τους, και εάν δεν τους προσφέρουν προστασία και βοήθεια, τότε μπορεί να τους καταδικάζουν σε μία ανυπόφορη κατάσταση, όπου τα βασικά τους δικαιώματα, η ασφάλεια, ακόμα και η ζωή τους, βρίσκονται σε κίνδυνο.
Η Ελλάδα αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, καθώς και στο σχετικό Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης. Σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, η χώρα έχει αναπτύξει εθνικό σύστημα ασύλου. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές αρχές είναι οι μοναδικές αρμόδιες για να αποφασίσουν, σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, την ευρωπαϊκή και την εθνική νομοθεσία, έπειτα από εξέταση της κάθε περίπτωσης, σε ποιες από αυτές θα χορηγηθεί άσυλο και επομένως θα χαρακτηριστούν ως πρόσφυγες.
Η Υπηρεσία Ασύλου, η οποία συστάθηκε με τον νόμο 3907/2011 και ξεκίνησε να λειτουργεί το 2013, είναι η πρώτη αυτόνομη δομή στην Ελλάδα που ασχολείται με την εξέταση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Με τον ίδιο νόμο ιδρύθηκε και η Αρχή Προσφυγών, η οποία εξετάζει σε δεύτερο βαθμό τις προσφυγές κατά αποφάσεων που απέρριψαν αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε πρώτο βαθμό, καθώς και η Υπηρεσία Υποδοχής και Ταυτοποίησης, μέσω της οποίας εγκαινιάστηκε ένα σύστημα πρώτης υποδοχής και διαπίστωσης του «προφίλ» και των αναγκών όσων εισέρχονται στην Ελλάδα χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, συμπεριλαμβανομένων και ατόμων που επιθυμούν να ζητήσουν άσυλο.