Η Ελπίδα των Προσφύγων
Πριν στη γην επάνω ζούσαν των ανθρώπων οι φυλές δίχως τα κακά του κόσμου και τον πόνο το σκληρό, δίχως τις βαριές αρρώστιες που θανάτους δίνουνε. Μα η γυναίκα απ’ το πιθάρι πήρε με τα χέρια της το καπάκι και σκορπώντας έγνοιες έφερε βαριές. Κι η Ελπίδα εκεί μονάχα μέσα στον κρυψώνα της μπρος του πιθαριού τα χείλη έμεινε δεν πέταξε, γιατί πρώτα το καπάκι στο πιθάρι έβαλε. Αλλά όμως μύρια πάθη στους ανθρώπους σκόρπισαν.